αιλουρόφθαλμος

αιλουρόφθαλμος
Είδος χαλαζία, που ονομάζεται επιστημονικά και χαλαζίας λαμπυρίζων. Έχει πρασινόλευκο, πρασινόφαιο, κόκκινο ή καστανό χρώμα και βρίσκεται βασικά στη Σρι Λάνκα. Παραλλαγές χαλαζία της ίδιας κατηγορίας είναι ο αετόφθαλμος και ο τιγρητόφθαλμος. Ο αιλουρόφθαλμος ή μάτι γάτου είναι είδος χαλαζία και θεωρείται ημιπολύτιμος λίθος.
* * *
αἰλουρόφθαλμος, ο (Α)
αυτός που έχει μάτια αίλουρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αἰλουρόφθαλμος — with cat like eyes masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίλουρος — ο και η (Α αἴλουρος και αἰέλουρος) γαλή, γάτα, κυρίως αγριόγατα αργότερα και νυφίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. σήμαινε κυρίως την άγρια γάτα, μια και «η γάτα ως κατοικίδιο ζώο δεν ήταν γνωστή στην Ελλάδα» (Chantraine, λ. αἰέλουρος). Η… …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

  • τιγρόφθαλμος — ο, Ν (ορυκτ.) ο αιλουρόφθαλμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”